- παραποδύομαι
- παραπο-δύομαι, [voice] Med.,A pull off one's clothes, strip so as to compare oneself with others, Pl.Tht.162b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραποδύομαι — ΜΑ μσν. αποδύομαι σε κάτι αρχ. γυμνώνομαι για να συναγωνιστώ, για να αναμετρηθώ με κάποιον («αὐτὸς μὴ ἀντεπιδεικνύναι τὸ εἶδος παραποδυόμενος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀποδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»] … Dictionary of Greek
παραποδύομαι — παρά ἀποδύνω strip off pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)